Το φαινόμενο Άννα Βίσση: Πέντε δεκαετίες λάμψης και επιτυχίας
Από το νεαρό κορίτσι που τραγουδούσε Θεοδωράκη στα 70s, μέχρι τη σύγχρονη γυναίκα που γεμίζει μουσικές σκηνές στα 60+ της χρόνια, η Βίσση ενσαρκώνει την έννοια της εξέλιξης μέσα στο χρόνο.

Ήταν κάποτε ένα κορίτσι από την Πύλα που κουβαλούσε στο στήθος της μια φωνή μεγαλύτερη απ’ το μέγεθός της. Ανέβηκε τις σκάλες των μπουάτ με τρεμάμενα γόνατα, έμαθε να ανασαίνει πάνω σε μικρά μικρόφωνα και να ονειρεύεται κάτω από μεγάλα φώτα. Κάθε στροφή του δρόμου της ήταν και μια δοκιμασία: οι πρώτοι δίσκοι, η μεγάλη αγάπη που έγινε δημιουργική σύμπραξη, οι σκηνές που άναβαν σαν «Φωτιά», οι ροκ όπερες που της ζήτησαν να γίνει και ηθοποιός της ίδιας της ζωής της. Εκεί, ανάμεσα σε πρόβες, πτήσεις και χαρτιά με στίχους, γεννήθηκε το φαινόμενο: Η Άννα Βίσση, μια γυναίκα που έκανε το λαϊκό να αγκαλιάσει την ποπ, που τόλμησε να αλλάζει πρόσωπο χωρίς να χάνει την ψυχή της.
Και κάπως έτσι, από το «Ας κάνουμε απόψε μια αρχή» μέχρι την «Κραυγή» και το «Everything», η ιστορία της Άννας Βίσση γράφτηκε με νότες που δεν ξεθωριάζουν. Με την ίδια επιμονή που κρατάς έναν μεγάλο έρωτα, εκείνη κράτησε το κοινό της· μοιράστηκε πληγές, θριάμβους, σιωπές και εκρήξεις, μέχρι που η σκηνή έγινε σπίτι και το χειροκρότημα ανάσα. Αν αυτή είναι μια ιστορία ζωής, είναι γιατί στο τέλος της κάθε εμφάνισης μένει το ίδιο βλέμμα: ευγνώμον, άγρυπνο, έτοιμο για το επόμενο τραγούδι. Κι όσο έχει φωνή, θα μας μαθαίνει ξανά από την αρχή πώς ακούγεται η αλήθεια.
Πρώτα βήματα: από την Κύπρο στις μπουάτ της Αθήνας
Η Άννα Βίσση γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1957 στο χωριό Πύλα της επαρχίας Λάρνακας, στην Κύπρο. Από πολύ μικρή έδειξε το ταλέντο της: στα έξι της ξεκίνησε μαθήματα πιάνου και χορού, ενώ μόλις σε ηλικία 10 ετών κέρδισε το πρώτο βραβείο σε μουσικό διαγωνισμό. Μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της, Λία, εμφανιζόταν ως «Αδελφές Βίσση» κερδίζοντας τις εντυπώσεις στο νησί.
Το 1973, έφηβη ακόμη, μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρό της. Εκεί υπέγραψε το πρώτο της δισκογραφικό συμβόλαιο με τη Minos EMI, ξεκινώντας να τραγουδά επαγγελματικά σε ηλικία μόλις 16 ετών.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας της, η Βίσση κινήθηκε στο έντεχνο-λαϊκό τραγούδι, συνεργαζόμενη με σπουδαίους συνθέτες. Ερμήνευσε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και του Σταύρου Κουγιουμτζή, μεταξύ άλλων, ενώ παράλληλα φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εκείνη την εποχή εμφανιζόταν σε μικρές μουσικές σκηνές (μπουάτ) της Πλάκας, όπου ξεδίπλωσε το ταλέντο της και απέκτησε φήμη για τη δυνατή φωνή και τη σκηνική της παρουσία.
Γρήγορα πέρασε στις μεγάλες πίστες, έχοντας την τύχη να συνεργαστεί με κορυφαία ονόματα όπως ο Γιώργος Νταλάρας και η Χάρις Αλεξίου ήδη στα πρώτα της βήματα.
Ο πρώτος μεγάλος σταθμός ήρθε το 1977, όταν η 20χρονη τότε Άννα κέρδισε το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Με το τραγούδι «Ας κάνουμε απόψε μια αρχή» του Κύπριου Δώρου Γεωργιάδη απέσπασε το πρώτο βραβείο, γεγονός που έδωσε ώθηση στην καριέρα της. Το κομμάτι αυτό έδωσε τον τίτλο και στον πρώτο προσωπικό της δίσκο την ίδια χρονιά, εγκαινιάζοντας έτσι τη δισκογραφία της. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερος δίσκος: το 1979 κυκλοφόρησε το «Κίτρινο Γαλάζιο», ένα άλμπουμ που σηματοδότησε στροφή της Βίσση σε πιο ποπ ήχο και γνώρισε μεγάλη επιτυχία – έγινε μάλιστα πλατινένιο.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Άννα Βίσση είχε αρχίσει να χαράζει τη δική της ξεχωριστή πορεία στο ελληνικό πεντάγραμμο, συνδυάζοντας την εντεχνότητα με την ποπ αισθητική.
Η συνεργασία με τον Νίκο Καρβέλα: δημιουργία μιας καλλιτεχνικής ταυτότητας
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ένα πρόσωπο έμελλε να γίνει ο πιο στενός της συνεργάτης και να συνδεθεί άρρηκτα με το μουσικό της ύφος: ο συνθέτης Νίκος Καρβέλας. Η γνωριμία τους, που ξεκίνησε το 1974 και εντάθηκε τα επόμενα χρόνια, εξελίχθηκε σε μια από τις πιο παραγωγικές συνεργασίες στην ελληνική δισκογραφία αλλά και σε έναν θυελλώδη έρωτα. Η Άννα και ο Νίκος παντρεύτηκαν το 1983, απέκτησαν μαζί μια κόρη, τη Σοφία Καρβέλα, και παρά το γεγονός ότι χώρισαν ως ζευγάρι το 1992, συνέχισαν αδιάλειπτα να συνεργάζονται επαγγελματικά.
Το δίδυμο Βίσση-Καρβέλα έχει αφήσει εποχή, καθώς επί σχεδόν δύο δεκαετίες ο Καρβέλας υπέγραφε (ως συνθέτης ή/και στιχουργός) τη συντριπτική πλειονότητα των τραγουδιών της, διαμορφώνοντας τον χαρακτηριστικό «ήχο» της Άννας Βίσση.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία αυτής της σύμπραξης ήρθε το 1985. Εκείνη τη χρονιά η Βίσση κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Κάτι Συμβαίνει» (CBS Records), σε συνθέσεις κυρίως του Καρβέλα και του Αντώνη Βαρδή.
Το τραγούδι «Δώδεκα», μια δυναμική μπαλάντα σε μουσική Καρβέλα, ξεχώρισε αμέσως και έγινε η πρώτη τεράστια επιτυχία που έγραψε ο Νίκος Καρβέλας για τη σύζυγό του.
Το «Δώδεκα» αγαπήθηκε από το κοινό, κατέκτησε τα ραδιόφωνα και παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο κλασικά τραγούδια στην καριέρα της τραγουδίστριας, θεωρούμενο το σήμα-κατατεθέν της. Η δεκαετία του ’80 υπήρξε ιδιαίτερα δημιουργική για το δίδυμο: η Βίσση, έχοντας μεταπηδήσει σε μεγάλη δισκογραφική (CBS/Sony), συνδυάζει το ποπ με το σύγχρονο λαϊκό στοιχείο και κυκλοφορεί μια σειρά από επιτυχημένα άλμπουμ. Το «Τότε» (1988) και το «Φωτιά» (1989) εδραίωσαν τη θέση της ως κορυφαίας σταρ, με το «Φωτιά» ειδικά να σημειώνει τεράστια εμπορική επιτυχία και να αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο επιτυχημένα άλμπουμ της εποχής.
Η συνεργασία της με τον Καρβέλα δεν περιορίστηκε μόνο σε στούντιο ηχογραφήσεις. Μαζί πειραματίστηκαν με φιλόδοξα πρότζεκτ, όπως η ροκ όπερα «Δαίμονες», την οποία ανέβασαν το 1991 (σε μουσική Καρβέλα και σκηνοθεσία Ρότζερ Γουίλιαμς) με την Άννα στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Την ίδια περίοδο, ωστόσο, οι φήμες οργίαζαν για κρίση στον γάμο τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι το τραγούδι «Δεν θέλω να ξέρεις», μια ερμηνεία-κραυγή από τη ροκ όπερα Δαίμονες, συνοδεύτηκε από ένα φορτισμένο βιντεοκλίπ που πολλοί θεώρησαν ως καλλιτεχνικό σχόλιο για την προσωπική τους σχέση.
Λίγο αργότερα, πράγματι, το ζευγάρι χώρισε, όμως κάτι τέτοιο δεν στάθηκε εμπόδιο στη δημιουργικότητά τους: ο Καρβέλας παρέμεινε βασικός συνθέτης στα άλμπουμ της Βίσση μέχρι και τα μέσα των 2000s, χαρίζοντάς της δεκάδες hits. Ακόμη και μετά την προσωρινή παύση της συνεργασίας τους στα τέλη των 2000s, οι δυο τους ενώθηκαν ξανά καλλιτεχνικά σε νεότερες δουλειές (π.χ. στη ροκ όπερα «Οι Καμπάνες του Edelweiss» το 2015), αποδεικνύοντας ότι το δέσιμό τους είναι πάνω απ’όλα μουσικό.
Δισκογραφικές κορυφές: άλμπουμ-σταθμοί και αγαπημένα τραγούδια
Με μια καριέρα τόσο μακρά, η δισκογραφία της Άννας Βίσση αντανακλά τις εξελίξεις της ελληνικής μουσικής από τα late '70s έως σήμερα. Έχει κυκλοφορήσει πάνω από 25 στούντιο άλμπουμ (27 ελληνόφωνα σύμφωνα με τις μετρήσεις), τα περισσότερα εκ των οποίων έγιναν τουλάχιστον χρυσά ή πλατινένια σε Ελλάδα και Κύπρο.
Μάλιστα, αρκετοί δίσκοι της σημείωσαν ρεκόρ πωλήσεων: χαρακτηριστικά, το διπλό άλμπουμ «Κραυγή» το 2000 έγινε 7 φορές πλατινένιο στην Ελλάδα και συγκαταλέγεται στα εμπορικότερα όλων των εποχών. Άλλα άλμπουμ που ξεπέρασαν τις 100.000 πωλήσεις (6ψήφιες) είναι τα: «Κίτρινο Γαλάζιο» (1979), «Η Επόμενη Κίνηση» (1985), «Κλίμα Τροπικό» (1996), «Τραύμα» (1997) και «Αντίδοτο»– όλα έργα που εδραίωσαν το φαινόμενο Βίσση στο μουσικό στερέωμα.
Η Άννα Βίσση υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάμειξη διαφορετικών ειδών: ήταν από τους πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που έφεραν δυτικά ποπ και dance στοιχεία στο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι.
Από τα μέσα των ’90s και έπειτα θεωρείται η κατεξοχήν εκπρόσωπος του υβριδικού είδους ποπ-λαϊκό, που κυριάρχησε εκείνη την εποχή. Τραγούδια της όπως το εκρηκτικό «Τρένο», η ατμοσφαιρική «Ατμόσφαιρα Ηλεκτρισμένη», το συναισθηματικό «Πράγματα», το επαναστατικό «Στην Πυρά» ή η ερωτική μπαλάντα «Αγάπη Υπερβολική» έχουν γίνει all-time classics, ενώ δεν λείπουν και οι πιο λαϊκές στιγμές (π.χ. το ζεϊμπέκικο «Μεθυσμένη Πολιτεία» ή το νοσταλγικό «Τα μαθητικά χρόνια») που αναδεικνύουν την ευελιξία της φωνής της. Στην πραγματικότητα, η Βίσση έχει κινηθεί με άνεση από τις μπαλάντες και τα έντεχνα μέχρι τα δυναμικά ροκ κομμάτια και τα dance-pop hits, κάτι που αντανακλάται στην ποικιλία της δισκογραφίας της.
Κάθε δεκαετία έφερε και τα δικά της highlights. Τη δεκαετία του ’80, ξεχώρισαν τραγούδια όπως το «Άνθρωποι μονάχοι» (1984, από την ταινία «Τάδε έφη…»), το «Είμαι» (1988) και φυσικά τα κομμάτια του δίσκου «Φωτιά», με το ομώνυμο τραγούδι και το «Πλάνο» να γίνονται μεγάλες επιτυχίες. Στα ’90s, η Βίσση απογειώθηκε: οι δίσκοι «Κλίμα Τροπικό» (1996), «Τραύμα» (1997) και «Αντίδοτο» (1998) κυκλοφόρησαν σε συνεχόμενες χρονιές, γεμάτοι hits όπως «Τροχός», «Πάλι για σένα», «Ερωτευμενάκι», «Ατμόσφαιρα Ηλεκτρισμένη» κ.ά., ενώ το 1997 το τραγούδι «Δώδεκα» (σε νέα εκτέλεση) γνώρισε δεύτερη νιότη μέσω της επιτυχίας του άλμπουμ «Τραύμα».

Το 2000 σηματοδότησε μια νέα κορύφωση: το CD single «Αγάπη Υπερβολική» το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς έκανε πάταγο στα charts Ελλάδας-Κύπρου, προλογίζοντας το διπλό άλμπουμ «Κραυγή» (τέλη 2000) που έμελλε να γίνει ένα από τα πιο πολυπουλημένα όλων των εποχών. Από την «Κραυγή» ξεπήδησαν επιτυχίες όπως το ομώνυμο δυναμικό κομμάτι, το «Χωρίς το μωρό μου», το «Αγάπη Υπερβολική» (σε νέα version) κ.ά.
Στη δεκαετία του 2000 η Βίσση πειραματίστηκε και με ηλεκτρονικούς ήχους: ο δίσκος «Νylon» (2005) περιείχε τόσο ελληνικά όσο και αγγλικά τραγούδια σε dance-pop ύφος, ενώ το «Απαγορευμένο» (2008) ξεχώρισε γιατί, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 30 χρόνια, δεν συμμετείχε καθόλου ο Καρβέλας σε σύνθεση ή στίχους – γεγονός που συζητήθηκε τότε. Σε αυτό το πολυσυλλεκτικό άλμπουμ, η μεγαλύτερη επιτυχία ήταν το προκλητικό «Στην Πυρά» (στίχοι: Μυρτώ Κοντοβά), ενώ η ίδια η Άννα έγραψε προσωπικά δύο τραγούδια του δίσκου, δείχνοντας και τη δική της δημιουργική πτυχή.
Συνολικά, ο κατάλογος των επιτυχιών της Άννας Βίσση είναι εντυπωσιακός σε έκταση και διάρκεια. Πολλά από τα τραγούδια της θεωρούνται πλέον διαχρονικά και αγαπημένα από το κοινό, συνθέτοντας το soundtrack πολλών δεκαετιών της ελληνικής ποπ και λαϊκής σκηνής. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών – από λαϊκούς τραγουδιστές μέχρι σύγχρονους ποπ σταρ – έχουν συνεργαστεί μαζί της ή την αναφέρουν ως βασική τους επιρροή.

Eurovision και διεθνείς φιλοδοξίες
Η Eurovision υπήρξε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην καριέρα της Άννας Βίσση, δίνοντάς της την ευκαιρία να συστηθεί και εκτός ελληνικών συνόρων. Συμμετείχε συνολικά τρεις φορές στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού, εκπροσωπώντας τόσο την Ελλάδα όσο και την Κύπρο. Πρώτη απόπειρα ήταν το 1980, όταν –όντας ήδη δημοφιλής εντός Ελλάδας– επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα με το τραγούδι «Ωτοστόπ». Η συμμετοχή εκείνη κατέλαβε τη 13η θέση στον διαγωνισμό της Χάγης. Δύο χρόνια αργότερα, το 1982, η Βίσση διαγωνίστηκε εκ μέρους της γενέτειράς της, της Κύπρου, ερμηνεύοντας τη μπαλάντα «Μόνο η Αγάπη» (σε μουσική της ίδιας) – μια εμφάνιση που στέφθηκε με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία, αφού το τραγούδι ήρθε 5ο ανάμεσα σε 18 συμμετοχές, σημειώνοντας τη μέχρι τότε υψηλότερη θέση της Κύπρου.
Η τρίτη και πιο πολυσυζητημένη συμμετοχή της Άννας Βίσση στη Eurovision ήρθε πολλά χρόνια μετά. Το 2006, και αφού εν τω μεταξύ είχε εδραιωθεί ως η απόλυτη ντίβα της ελληνικής ποπ, επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα “εντός έδρας” – στον διαγωνισμό που φιλοξενήθηκε στην Αθήνα μετά τη νίκη της Έλενας Παπαρίζου το 2005. Με το δυναμικό ροκ τραγούδι «Everything», η Βίσση έδωσε μια καθηλωτική ερμηνεία στη σκηνή του ΟΑΚΑ, κερδίζοντας το θερμό χειροκρότημα του κοινού. Αν και οι προσδοκίες ήταν τεράστιες, το αποτέλεσμα ήταν η 9η θέση ανάμεσα σε 24 χώρες. Παρά το ότι δεν βρέθηκε στην κορυφή, η παρουσία της στο Eurovision του 2006 θεωρείται μία από τις πλέον επαγγελματικές και φαντασμαγορικές εμφανίσεις, και το «Everything» γνώρισε επιτυχία στα ελληνικά charts εκείνης της χρονιάς.
Πέρα από τη Eurovision, η Άννα Βίσση κατά καιρούς επιχείρησε να ανοίξει τα φτερά της και στην διεθνή μουσική αγορά. Στα τέλη των ’90s, με την ελληνική της καριέρα στο απόγειο, στόχευσε στην Ευρώπη και την Αμερική. Το 2000 κυκλοφόρησε ένα αγγλόφωνο άλμπουμ με τίτλο «Everything I Am», που περιλάμβανε τραγούδια γραμμένα από διεθνούς φήμης δημιουργούς (όπως η Diane Warren και η Kara DioGuardi) αλλά και αγγλικές εκδοχές επιτυχιών του Καρβέλα. Σε αυτόν τον δίσκο ξεχώρισε το κομμάτι «Forgive Me This» καθώς και το «On a Night Like This», το οποίο μάλιστα ηχογραφήθηκε πρώτα από την Άννα προτού δοθεί στην Kylie Minogue και γίνει παγκόσμια επιτυχία.
Η προσπάθεια αυτή ήταν φιλόδοξη – στόχος ήταν το άλμπουμ να λειτουργήσει ως «διαβατήριο» της Βίσση για μια διεθνή καριέρα. Παρά την ποιότητα της παραγωγής, η μεγάλη διεθνής διάκριση δεν ήρθε τότε. Ωστόσο, η Άννα Βίσση δεν το έβαλε κάτω.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 2005, θα ζήσει μια πρωτόγνωρη επιτυχία εκτός ελληνικών συνόρων: το αγγλόφωνο single «Call Me» εκτοξεύθηκε στην κορυφή του αμερικανικού Billboard Dance Club Chart. Ήταν η πρώτη φορά που Έλληνας ή Κύπριος καλλιτέχνης κατακτούσε το #1 σε αμερικανικό chart, έστω και στη dance κατηγορία.
Το «Call Me», ένα up-tempo dance κομμάτι, αγαπήθηκε στα κλαμπ των ΗΠΑ και έδειξε ότι η Βίσση μπορούσε να σταθεί και στη διεθνή ποπ σκηνή. Παρά την επιτυχία του συγκεκριμένου τραγουδιού, η συνέχειά της εκτός Ελλάδας δεν υπήρξε το ίδιο έντονη. Υπήρξαν κάποιες ακόμα προσπάθειες (π.χ. συνεργασία το 2010 με τον Dave Stewart των Eurythmics στο ντουέτο «Leap of Faith», που παρουσιάστηκε ζωντανά στα Balkan Music Awards), όμως η Άννα Βίσση παρέμεινε κυρίως προσηλωμένη στο ελληνικό και κυπριακό κοινό της, όπου ήδη είχε χτίσει μια αξεπέραστη πορεία.
Στο σανίδι και στην οθόνη: θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικές παρουσίες
Εκτός από τις πίστες και τα στούντιο, η Άννα Βίσση έχει επεκτείνει το ταλέντο της και στο θέατρο, αλλά και –περιστασιακά– στην τηλεόραση. Το 1991 έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο πρωταγωνιστώντας στη ροκ όπερα «Δαίμονες» του Νίκου Καρβέλα, ένα φιλόδοξο εγχείρημα που ανέβηκε στο θέατρο Αττικόν και άφησε εποχή στη μουσική σκηνή.
Η Βίσση ενσάρκωσε τον απαιτητικό ρόλο της Ροζάννας, δείχνοντας ότι πέρα από ποπ σταρ μπορεί να σταθεί και ως ηθοποιός επί σκηνής. Η παράσταση σημείωσε επιτυχία και μάλιστα επαναλήφθηκε σε νεότερη εκδοχή το 2013, ξανά με την Άννα στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητά της.
Το 2002 την βρήκε ξανά στο σανίδι, αυτή τη φορά στο θέατρο Παλλάς, με το μιούζικαλ «Μάλα: Η μουσική του ανέμου». Σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και μουσική/στίχους Νίκου Καρβέλα, η Βίσση πρωταγωνίστησε σε μια συναισθηματική ιστορία που συνδύαζε το θέαμα με το ιστορικό δράμα.
Αργότερα, το 2015, ανέλαβε έναν ακόμα πρωταγωνιστικό ρόλο στη ροκ όπερα «Οι Καμπάνες του Edelweiss», μια νέα δημιουργία του Καρβέλα στο θέατρο Pantheon, όπου απέσπασε εξαιρετικές κριτικές για τη σκηνική της απόδοση.
Με τις μουσικοθεατρικές αυτές παραγωγές, η Άννα Βίσση επιβεβαίωσε την πολυδιάστατη καλλιτεχνική της φύση και άνοιξε δρόμους για την ένταξη του είδους των ροκ όπερων στο ελληνικό mainstream θέατρο.
Στην τηλεόραση, η παρουσία της Βίσση ήταν πιο επιλεκτική αλλά αξιοσημείωτη. Το 1994-95 (χρονιά διαζυγίου με τον Καρβέλα) δοκίμασε την τύχη της ως τηλεοπτική οικοδέσποινα στο εβδομαδιαίο μουσικό σόου «Με Αγάπη, Άννα» στον ANT1.
Παρότι η εκπομπή δεν κράτησε πολύ (διεκόπη πρόωρα), αποτέλεσε την πρώτη της απόπειρα σε αυτό το μέσο. Αρκετά χρόνια μετά, το 2011-2012, η Άννα άφησε τις κάμερες να την ακολουθήσουν στην καθημερινότητά της, μέσω ενός πρωτοποριακού docu-reality στον Alpha με τίτλο «Όσο Έχω Φωνή».
Σε έξι επεισόδια, το κοινό πήρε μια πιο προσωπική γεύση από τη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία της, βλέποντας την Άννα εκτός σκηνής, στις πρόβες, στο σπίτι και στις περιοδείες. Επιπλέον, κατά την περίοδο της πανδημίας, παρουσίασε στο Mega μια τηλεοπτική συναυλία-αφιέρωμα με τίτλο «Μένουμε Σπίτι με την Άννα Βίσση» (2020), προσφέροντας ψυχαγωγία στους τηλεθεατές σε δύσκολους καιρούς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βίσση έκανε και κάποιες cameo εμφανίσεις σε σειρές μυθοπλασίας. Για παράδειγμα, έπαιξε τον εαυτό της σε ένα επεισόδιο της σειράς «Καληνύχτα Μαμά» (1996, ANT1) και εμφανίστηκε επίσης στην κυπριακή κωμική σειρά «Βουράτε Γειτόνοι» (2004) σε ειδικό ρόλο.
Το 2010, σε ένα επεισόδιο της σειράς «Μίλα Μου Βρώμικα» (Mega), συμμετείχε αυτοσαρκαζόμενη ως «Absolutely Fabulous» guest star.
Κι αν όλα αυτά ήταν σποραδικές παρουσίες, το βέβαιο είναι ότι η Άννα Βίσση καταφέρνει να τραβά την προσοχή όπου κι αν εμφανιστεί, φέρνοντας τη λάμψη της μουσικής της περσόνας ακόμη και στη μικρή οθόνη.
Βραβεία, επιρροή και κοινωνικό αποτύπωμα
Σε μια τόσο μακροχρόνια και επιτυχημένη καριέρα, είναι φυσικό η Άννα Βίσση να έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων και διακρίσεων. Ήδη από τα πρώτα χρόνια, η νίκη της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1977 της χάρισε το πρώτο σημαντικό βραβείο.
Στη συνέχεια, στα μουσικά βραβεία που θεσπίστηκαν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, η παρουσία της ήταν σαρωτική. Έχει κερδίσει πάνω από 20 βραβεία Ποπ Κορν (τον δημοφιλή θεσμό των ’90s), ενώ στα νεότερα MAD Video Music Awards μετρά περί τα 10 βραβεία σε διάφορες κατηγορίες. Επίσης, έχει διακριθεί με 7 Μουσικά Βραβεία Αρίων, τα επίσημα ελληνικά μουσικά βραβεία των 2000s, καθώς και με πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Για παράδειγμα, έχει λάβει τιμητικό βραβείο για τη συνολική προσφορά της από τα Κυπριακά Μουσικά Βραβεία, ενώ το 2019 της απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος «Doctor of Arts» από το University of Bolton στη Μ. Βρετανία για τη συμβολή της στις τέχνες. Το 2016, στα MAD VMA, τιμήθηκε με ειδικό βραβείο καριέρας για τα τότε 40 χρόνια της στη μουσική.

Ακόμη πιο εντυπωσιακά είναι τα ρεκόρ πωλήσεων που έχει σημειώσει. Με 37 πλατινένιους και 16 χρυσούς δίσκους στην Ελλάδα (πολλοί από τους οποίους έγιναν multi-platinum), η Άννα Βίσση κατατάσσεται ανάμεσα στους εμπορικότερους Έλληνες καλλιτέχνες όλων των εποχών. Συνολικά, εκτιμάται ότι έχει πουλήσει πάνω από 10-12 εκατομμύρια αντίτυπα (και σύμφωνα με ορισμένες πηγές έως και 30 εκατομμύρια) παγκοσμίως– αριθμός ασύλληπτος για ελληνίδα τραγουδίστρια, που αποδεικνύει τη διαχρονική απήχησή της. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει χαρακτηριστεί «Απόλυτη Ελληνίδα Σταρ», ένας τίτλος που της απέδωσαν τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό για να περιγράψουν τη μοναδική λάμψη και διάρκεια της δημοτικότητάς της.
Το όνομά της έγινε συνώνυμο του σταρ σύστεμ στην Ελλάδα: κάθε της εμφάνιση στις πίστες είναι είδηση, οι ενδυματολογικές της επιλογές σχολιάζονται, ενώ η έντονη σκηνική της παρουσία –με shows που περιλαμβάνουν από θεατρικά σκηνικά μέχρι ακροβατικά και ριζικές αλλαγές styling– επηρέασε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις ζωντανές μουσικές παραστάσεις στη χώρα.
Το κοινωνικό και πολιτισμικό αποτύπωμα της Άννας Βίσση είναι εξίσου αξιοσημείωτο. Ως pop είδωλο πολλών γενεών, έχει υπάρξει πρότυπο για νεότερους καλλιτέχνες που εμπνέονται από τη φωνή, το πάθος και την τόλμη της στις καλλιτεχνικές επιλογές. Επιπλέον, η ίδια έχει υπάρξει αντικείμενο μελέτης σε ακαδημαϊκό επίπεδο: χαρακτηριστικά, η περίπτωσή της ως φαινόμενο ποπ κουλτούρας έχει αναλυθεί σε μεταπτυχιακές εργασίες – ακόμη και σε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου εξετάστηκε ως η «Greek Madonna» και πώς η εικόνα της αντανακλά την ελληνική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών. Η σύγκριση με τη Madonna δεν είναι τυχαία, καθώς και οι δύο καλλιτέχνιδες φημίζονται για τη μακροζωία, τις συνεχείς μεταμορφώσεις και την ικανότητά τους να παραμένουν επίκαιρες προσαρμοζόμενες στα νέα ρεύματα.
Παράλληλα, η Άννα Βίσση δεν δίστασε να τοποθετηθεί δημόσια σε ζητήματα εκτός μουσικής. Για παράδειγμα, το 2004 συμμετείχε ενεργά στις εορταστικές εκδηλώσεις για την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ εξέφρασε ανοιχτά την πολιτική της θέση υπέρ του «Όχι» στο δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν, χρησιμοποιώντας τη δημοφιλία της για να ενισχύσει το μήνυμα που πίστευε.
Επίσης, έχει συμμετάσχει αφιλοκερδώς σε πολλές φιλανθρωπικές συναυλίες και δράσεις, στηρίζοντας σκοπούς όπως η ενίσχυση παιδιών με ειδικές ανάγκες και φορέων κατά του AIDS (ιδίως τη δεκαετία του ’90). Όλες αυτές οι πτυχές αναδεικνύουν μια καλλιτέχνιδα που αντιλαμβάνεται τον ρόλο της και ως δημόσιο πρόσωπο με επιρροή.
Προσωπικές στιγμές και η επίδρασή τους στην πορεία της
Η προσωπική ζωή της Άννας Βίσση συζητήθηκε όσο λίγων καλλιτεχνών, όχι μόνο λόγω της διασημότητάς της, αλλά και επειδή συχνά συνδέθηκε άμεσα με την καλλιτεχνική της δημιουργία. Ο γάμος της με τον Νίκο Καρβέλα το 1983 αποτέλεσε φυσικά κορυφαίο κεφάλαιο – ένα love story εντός και εκτός σκηνής. Η μητρότητα ήρθε λίγο αργότερα, όταν η Άννα έφερε στον κόσμο τη μοναχοκόρη της, Σοφία. Παρά τις απαιτήσεις της καριέρας, η Βίσση κατάφερε να ισορροπήσει τον ρόλο της ως μητέρα με εκείνον της απόλυτης σταρ: συνέχισε να κυκλοφορεί άλμπουμ και να κάνει live εμφανίσεις ασταμάτητα ακόμα και στα χρόνια που μεγάλωνε τη μικρή Σοφία. Αργότερα, όταν η Σοφία Καρβέλα ενηλικιώθηκε, ακολούθησε δική της πορεία στον χώρο της μόδας (ως στιλίστρια/σχεδιάστρια), με την Άννα περήφανη στο πλευρό της – συχνά μάλιστα εμφανίζεται με ρούχα που επιμελείται η κόρη της, σε ένα είδος δημιουργικής συνεργασίας άλλης γενιάς.
Μετά το διαζύγιό της, η Άννα Βίσση κράτησε χαμηλούς τόνους στην προσωπική της ζωή, όμως τα media δεν σταμάτησαν να ενδιαφέρονται. Κατά καιρούς, φήμες την ήθελαν ζευγάρι με γνωστά πρόσωπα (από επιχειρηματίες μέχρι συναδέλφους τραγουδιστές), αλλά η ίδια πάντοτε προσπαθούσε να προστατεύει την ιδιωτικότητά της. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κάθε μεγάλη αλλαγή ή εμπειρία στην προσωπική της ζωή φαίνεται να τροφοδοτούσε την τέχνη της. Για παράδειγμα, το διαζύγιό της συνέπεσε με την ερμηνεία του «Δεν θέλω να ξέρεις» στους Δαίμονες, όπως προαναφέρθηκε, δίνοντας σε εκείνη την ερμηνεία μια αληθινή συναισθηματική φόρτιση που συγκίνησε το κοινό.
Η προσωπική της ωριμότητα καθώς περνούσαν τα χρόνια αντικατοπτρίστηκε και στη θεματολογία των τραγουδιών της, που έγιναν πιο εσωτερικά και βαθιά συναισθηματικά στις μπαλάντες, ενώ δεν έλειψαν και οι πιο τολμηροί στίχοι όταν ένιωθε την ανάγκη να εκφραστεί πιο έντονα (όπως στο «Απόλυτο κενό» ή στο «Λάμπω», τραγούδια που έθιγαν και την έννοια της μοναξιάς ή του προσωπικού κόστους της διασημότητας).
Μια ιδιαίτερη στιγμή στην πιο πρόσφατη πορεία της ήταν η συμφιλίωση με το «αντίπαλο δέος» των φαν, τη Δέσποινα Βανδή. Για χρόνια οι δύο τους παρουσιάζονταν από τα media ως ανταγωνίστριες, όμως το 2020, σε μια συμβολική τηλεοπτική στιγμή, τραγούδησαν μαζί σε ζωντανή μετάδοση, γεφυρώνοντας το χάσμα και ενθουσιάζοντας το κοινό.
Αυτή η συνάντηση των δύο ντίβων –που κάποτε οι θαυμαστές τους τις ήθελαν «εχθρούς»– έστειλε μήνυμα ενότητας στην ελληνική ποπ σκηνή και απέδειξε πως η Άννα Βίσση, όντας πρωτοπόρος, ξέρει και να υπερβαίνει παλιούς διαχωρισμούς και να γράφει ιστορία και σε επίπεδο showbiz πέρα από τη μουσική.
Η διαχρονική λάμψη μιας απόλυτης σταρ
Κοιτώντας πίσω σε όλα όσα έχει πετύχει η Άννα Βίσση, εύκολα διαπιστώνει κανείς γιατί χαρακτηρίζεται φαινόμενο και εύκολα μπορείς να καταλάβει γιατί γεμίζει στάδια με φαν κάθε ηλικίας. Ελάχιστοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα –και διεθνώς– έχουν καταφέρει να παραμείνουν στην κορυφή για τόσες δεκαετίες, ανανεώνοντας συνεχώς το ενδιαφέρον του κοινού. Από το νεαρό κορίτσι που τραγουδούσε Θεοδωράκη στα 70s, μέχρι τη σύγχρονη γυναίκα που γεμίζει μουσικές σκηνές στα 60+ της χρόνια, η Βίσση ενσαρκώνει την έννοια της εξέλιξης μέσα στο χρόνο. Η φωνή της παραμένει δυνατή και εκφραστική, κερδίζοντας δίκαια τον χαρακτηρισμό μιας από τις σπουδαιότερες ελληνικές φωνές.
Ακόμα και σήμερα, η Άννα Βίσση συνεχίζει ακάθεκτη: κάθε χειμώνα πραγματοποιεί εμφανίσεις σε δικό της music hall (το περίφημο Hotel Ερμού στην Αθήνα, που τα τελευταία χρόνια έγινε talk of the town για τα μοναδικά live πρόγραμμά της), ενώ το 2023 γιόρτασε πανηγυρικά τα 50 χρόνια καριέρας της με δύο sold-out συναυλίες στο Ηρώδειο – ένα εγχείρημα που «έγραψε καλλιτεχνική ιστορία» σύμφωνα με τον τύπο.
Το live άλμπουμ από αυτές τις επετειακές συναυλίες κυκλοφόρησε το 2024, απαθανατίζοντας τη μαγεία των βραδιών εκείνων, όπου η Άννα ερμήνευσε τραγούδια από όλη τη διαδρομή της κάτω από την Ακρόπολη.
Στο ερώτημα τι κάνει την Άννα Βίσση τόσο ξεχωριστή, η απάντηση κρύβεται ίσως στην αυθεντικότητα και το πάθος της. Δεν φοβήθηκε να ρισκάρει καλλιτεχνικά, να επανεφεύρει τον εαυτό της, να δείξει τόσο τη λάμψη όσο και την ευάλωτη πλευρά της. Έχοντας κερδίσει τον σεβασμό του κοινού και των συναδέλφων της, αποτελεί πλέον ζωντανό μύθο της ελληνικής μουσικής. Το φαινόμενο Άννα Βίσση δεν αφορά μόνο τις επιτυχίες και τα ρεκόρ· αφορά την ικανότητά της να συγκινεί και να συνεπαίρνει το ακροατήριο κάθε φορά «σαν να είναι η πρώτη φορά». Και όσο η ίδια δηλώνει «όσο έχω φωνή, θα τραγουδώ», το ταξίδι της συνεχίζεται, εμπλουτίζοντας με νέα κεφάλαια τον μύθο μιας απόλυτης σταρ που αγαπήθηκε όσο λίγες.
